καταρρωδήσας

καταρρωδήσας
καταρρωδήσᾱς , καταρρωδέω
fear
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καταρρωδήσᾱς , καταρρωδέω
fear
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καταρρωδήσᾱς , κατορρωδέω
fear
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταρρωδώ — καταρρωδῶ, έω (Α) (ιων. τ. τού κατορρωδώ) φοβάμαι πολύ, τρομάζω («καταρρωδήσας τὸν ὄνειρον ἄγεται μὲν τῷ παιδὶ γυναῑκα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁρρωδῶ «τρομάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”